ανιγρος

ανιγρος
    ἀνιγρός
    3
    Anth. = ἀνιαρός См. ανιαρος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανιγρος" в других словарях:

  • ἀνιγρός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄνιγρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιγρός — Ονομασία μικρού ποταμού της αρχαίας Τριφυλίας. Πήγαζε από το όρος Λάπιθο ή Μάκιστο, το σημερινό Καϊάφα και Σμέρνα, και χυνόταν κοντά στην πόλη Σαμικόν ή Αρήνη ή Μάκιστον, κοντά στις εκβολές του Αλφειού. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση (λεγόταν τότε… …   Dictionary of Greek

  • ἀνιγρά — ἀνιγρός neut nom/voc/acc pl ἀνιγρά̱ , ἀνιγρός fem nom/voc/acc dual ἀνιγρά̱ , ἀνιγρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιγρόν — ἀνιγρός masc acc sg ἀνιγρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιγραί — ἀνιγρός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιγροῖς — ἀνιγρός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιγροί — ἀνιγρός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιγροῦ — ἀνιγρός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιγρούς — ἀνιγρός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιγρή — ἀνιγρός fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»